καμάρων — κάμαρος masc gen pl καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καμαρών, σπήλαιο — Σπήλαιο της Κρήτης στον Ψηλορείτη, γνωστό επίσης με τις ονομασίες Μαυροσπηλιά, Σπηλιάρα ή Μαύρος Σπήλιος. Βρίσκεται στην τοποθεσία Μαύρη ή Σέλα του Διγενή, που προσεγγίζεται ύστερα από κουραστική πεζοπορία τριών ωρών από το χωριό Καμάρες του… … Dictionary of Greek
Olympiakos Kamares — Football club infobox clubname = A.P.S. Olympiakos Kamares Α.Π.Σ. Ολυμπιακός Καμαρών APS Olympiakos Kamaron nickname = fullname = founded = 1991 ground = Kamares, Greece capacity = chairman = manager = league = EPS Achaia Second Division season … Wikipedia
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
CAMERA — I. CAMERA Apostolica, Pontificis thesaurus est, et Patriarchium aliquando dicitur. Unde autem sumebat ea, quae ad usum sui corporis erant necessaria? Dicit Beatus manifeste de Patriarchio Romano, etc. Nescitis Ecclesiam Romanam? Dico enim vobis,… … Hofmann J. Lexicon universale
TROCHLEA — Graece τροχαλία, ad hauriendam e puteis aquam adhibita, occurit apud Pollucem, Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖν δέοιτ᾿ ἂν, οἶμαι οκευῶν ἀντλητῆρες, ἀντλίας ἱμονίας, κάλου, χοινίου, κάδου, τροχαλίας: poliam vulgo Galli vocant, de… … Hofmann J. Lexicon universale
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
καμαρωτικός — καμαρωτικός, ή, όν (Α [καμαρώ] αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων … Dictionary of Greek
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek